- ἀποκλείω
- ἀποκλείω, [tense] fut.A
-κλείσω X.An.4.3.20
: [dialect] Ion.[suff] ἀπο-ηίω: [dialect] Att. [suff] ἀπο-ήω, [tense] fut.-κλῃσω Ar.V.775
: [dialect] Dor. [tense] aor. imper.-κλᾳξον Theoc.15.43
:—shut off from or out of,τινὰ τῶν πυλέων Hdt.5.104
;δωμάτων A.Pr.670
; ἀ. τινά shut her out, Theoc.15.43,77;τινὰ τῇ κιλκλίδι Ar.V.775
;τῇ θύρᾳ Id.Ec.420
:—[voice] Med.,ἀ. τινὰ τῆς διαβάσεως Th.6.101
:—[voice] Pass., ἀ. τῆς διεξόδου [ὕδωρ] Hdt.3.117; τῆς ὀπίσω ὁδοῦ ib.55; τοῦ ἄστεος ib. 58;ἀ. τῶν πυλῶν Ar.Lys.423
codd.;τῆς θύρας Timocl.23
;ὑπὸ τῆς ἵππου Hdt.9.50
.2 shut out or exclude from,τούτων Id.1.37
, etc.;ἀ. τινὰ τῶν ὑπαρχόντων D.28.17
;ἀπὸ τῶν ἀλαθῶν Ar.V.601
; alsoἀποκεκλῄκαμεν . . θεοὺς μηκέτι . . διαπερᾶν πόλιν Id.Av.1263
:—[voice] Pass., ἀ. τοῦ σίτου, τῶν προσηκόντων, turn away from food, have no appetite, Hp.Int.1;τῶν σιτίων Id.Vict.3.81
, cf. D.54.11;ἀ.τοῦ λόγου τυχεῖν Id.45.19
;πρὸς τὰς ὁτουδήποτε ἀποκλείονται μεταδόσεις
refuse,Phld.
Herc.1251.17.II c. acc. only, shut up, close, τὰς πύλας, τὰ ἱρά, Hdt.1.150, 2.133; τὰ . . πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε Πήλιον ὄρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληΐει, of Thessaly, 7.129;ἀ. τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων X.HG2.4.3
:—[voice] Pass., to be closed,ἀ. αἱ πύλαι Hdt.3.117
; ἀ. ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ Ἀγαθύρσων, i.e. is bounded by them, Id.4.100; of a road, Babr. 8.4.2 shut up, as if in prison,δέμας S.OT1388
, Ar.V.719;τὴν πόλιν ἀ. μοχλοῖς Id.Lys.487
;ἀ. τινὰ ἔνδον D.59.41
:—[voice] Pass.,ἀποκλεσθαι ἐν δωματίῳ Lys.1.17
.3 shut out,ἀ. τὴν ὄψιν
intercept,Hdt.
4.7; ἀ. τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ bar its growth, Pl.Phdr.251d:— [voice] Pass.,τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Arist.Pr.904b18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.